Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαλσάμωση — η [βαλσαμώνω] το βαλσάμωμα … Dictionary of Greek
μομιοποιώ — και μομμιοποιώ, έω μεταβάλλω πτώμα ανθρώπου ή ζώου σε μούμια με ταρίχευση ή βαλσάμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μομία «μούμια» + ποιώ] … Dictionary of Greek